Στέντορα

Στέντορα
Στέντωρ
Stentorian
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στεντόρειος — α, ο / στεντόρειος, ον, ΝΜΑ [Στέντωρ, ορος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ήρωα τής Ιλιάδος Στέντορα 2. αυτός που έχει φωνή όμοια με τού Στέντορος («κῆρυξ... Στεντόρειος», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «στεντόρεια φωνή» ισχυρή, βροντερή φωνή αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • βλεφαριδωτά — Ομοταξία μονοκύτταρων πρωτόζωων που ζουν κατά μάζες στα λιμνάζοντα νερά· ονομάζονται και εγχυματόζωα επειδή αναπτύσσονται πολύ εύκολα στα εγχύματα. Στα β., το κυτταρόπλασμα έχει διαφοροποιηθεί και σχηματίζει ειδικά μικρά όργανα, χρήσιμα στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”